- δάσωμα
- το (Μ δάσωμαν) [δασώνω]1. το δάσος2. (για μαλλιά) η πυκνότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άλσωμα — ἄλσωμα, το (Α) [ἄλσος] άλσος, δάσωμα … Dictionary of Greek
φούντωμα — το, ατος 1. αναβλάστηση, πλούσια βλάστηση, δάσωμα, το να βγαίνουν πυκνά φύλλα και κλαδιά: Το φούντωμα του δέντρου. 2. το να βγαίνουν πολλές και ψηλές φλόγες από φωτιά, το δυνάμωμα της φωτιάς: Το φούντωμα της πυρκαγιάς. 3. μτφ., έκταση, επέκταση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)